λοκομοτίβ

λοκομοτίβ
το, και λοκομοτίβα, η
ατμομηχανή, ατμάμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. locomotive < loco- (< λατ. loco, αφαιρετική τού locus, -i «τόπος») + motive (< υστερολατ. motivus «κινητικός, αυτός που μπορεί να κινηθεί»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”